ανοχής, οίκος

ανοχής, οίκος
Βλ. λ. πορνεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοχή — η (AM ἀνοχή) [ανέχω] η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.) «ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου) «η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων» «ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κινητήριος — α, ο,θηλ. και ος και ία (Α κινητήριος, ία, ον) [κινητήρ] ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι νεοελλ. φρ. «κινητήρια δύναμη» α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί …   Dictionary of Greek

  • ματρυλείον — ματρυλεῑον και ματρύλλιον και μαστρύλλιον και, κατά τον Ησύχ., ματρύλειον, τὸ (Α) ο οίκος ανοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτρυλλα*. Ο τ. μαστρύλλιον κατ επίδραση τού μαστροπός] …   Dictionary of Greek

  • μαυλιστήριον — μαυλιστήριον, τὸ (Α) 1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • μπορντέλο — και μπουρδέλο, το (Μ μπουρδέλο) οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bordello] …   Dictionary of Greek

  • παλιόσπιτο — το (Μ παλαιόσπιτον) παλιό και φθαρμένο σπίτι νεοελλ. 1. σπίτι μικρής αξίας 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σπίτι] …   Dictionary of Greek

  • πορνείο — το / πορνεῑον, ΝΜΑ οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, κν. μπορδέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + κατάλ. εῖον (πρβλ. χαμαιτυπ είον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”